- Σπανοῦ
- Σπανόνmasc gen sgΣπανόςgreymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… … Dictionary of Greek
σπανοῦ — σπανός rare masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
Ιωάννινα ή Γιάννενα — Πόλη (υψόμ. 480 μ., 61.629 κάτ.) της Ηπείρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της περιφέρειας Ηπείρου. Χτισμένη στη νοτιοδυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης, της αρχαίας Παμβώτιδας, περιβάλλεται από βουνά και λόφους, το Μιτσικέλι και τον Δρίσκο από … Dictionary of Greek
Keti Chomata — (griechisch Καίτη Χωματά, Vorname eigentl. Ekaterini Αικατερίνη, * 24. Oktober 1946; † 24. Oktober 2010 in Athen) war eine griechische Sängerin der sogenannten griechischen Neuen Welle. Leben Keti Chomata lebte in der Athener Plaka. Sie… … Deutsch Wikipedia
Хомата, Кэти — Кэти Хомата греч. Καίτη Χωματά Род деятельности: певица Дата рождения … Википедия
γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… … Dictionary of Greek
γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… … Dictionary of Greek
μπαρμπέρης — και μπερμπέρης, ο (Μ μπαρμπέρης και μπαρμπιέρης) κουρέας νεοελλ. παροιμ. «είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για τού σπανού τα γένια» πρόθυμοι υπάρχουν πολλοί να ασχοληθούν με εύκολα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbiere < λατ. barba «γένι»] … Dictionary of Greek
παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να … Dictionary of Greek